ἀκύκλιος

ἀκύκλιος
ἀκύκλιος, ον,
A one who has not gone the round of studies, opp. ἐγκύκλιος, Pl.Com.227. [full] ἀκύκλωτος, ον, not surrounded, Tz.H. 8.596. [full] ἀκυλαῖον, τό, = ἄκυλος, Orac. ap. Eus.PE4.20. [full] ἀκυλεής· ἀετός, Hsch.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακύκλιος — ἀκύκλιος, ον (Α) [κύκλιος] αυτός που δεν έχει κάνει τον κύκλο τών σπουδών του (αντίθ. τού εγκύκλιος) …   Dictionary of Greek

  • ἀκύκλιος — one who has not gone the round masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”